ΠΑΟΚτσής στην Αθήνα… Δυο έννοιες που μοιάζουν τόσο ξένες, τόσο παράταιρες… Κάτι σαν την ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο γεμάτο αρώματα και ένταση σκόρδο και το άγευστο και πνιγμένο στην ουδετερότητα γιαούρτι που όμως σαν αγκαλιάσει το ένα το άλλο γεννάνε το πιο δυνατό πιάτο του τραπεζιού…
Με ρωτάνε διάφοροι εδώ στην Αθήνα τι στην ευχή σημαίνεις για μένα και κάνω έτσι, σα μωρό παιδί… Με κοιτάζουν με περιέργεια ως ένα εξωτικό δημιούργημα της φύσης που έχασε τον δρόμο του από τις αναθυμιάσεις της ατμόσφαιρας και προσγειώθηκε ως άλιεν στις πολιτισμένες ζωές τους. Που να καταλάβουν, πως να το εξηγήσουν… Που να χωρέσει στο μυαλό τους τι ακριβώς σημαίνεις για μένα, ΠΑΟΚάρα μου, είναι κάτι που μόνο τ’ αδέρφια μου στην κερκίδα μπορούν να το νιώσουν…
Να νιώσουν… Είπα δίχως να το καταλάβω τη λέξη κλειδί. Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει ο ΠΑΟΚ μου για μένα πέρα από να νιώθεις; Να νιώθεις πως είναι να γνωρίζεις πως δεν είσαι μόνος σου, ούτε στη ζωή ούτε στον θάνατο. Να νιώθεις πως είναι να μοιράζεσαι το τελευταίο σου τσιγάρο με τον διπλανό σου δίπλα σε ένα σπασμένο από πέτρα παράθυρο μέσα σ’ ένα πούλμαν. Να νιώθεις πως είναι κάνεις εκατοντάδες, χιλιάδες χιλιόμετρα χωρίς φράγκο στη τσέπη μόνο και μόνο για να μην αφήσεις μόνα τ’ αδέρφια σου…
Πως αλήθεια να καταλάβουν πως είναι να νιώθεις να σε πηγαίνει, τότε που γνώριζες τον κόσμο στη Θεσσαλονίκη, μικρό παιδάκι ο παππούς σου για κούρεμα κάθε Κυριακή πρωί που ο ΠΑΟΚ έπαιζε στην Τούμπα πριν το γήπεδο και να ανταλλάσσεις τις ίδιες ατάκες με τον κυρ-Αχιλλέα, τον κουρέα στη Συγγρού που άνοιξε μόνο και μόνο γι αυτό, έτσι για το γούρι.
-Τι χρώμα έχει το αίμα σου, ρε;
-Ασπρόμαυρο, κυρ-Αχιλλέα, άσπρο και μαύρο.
Και να σου κόβει μια τούφα από τα μαλλιά σου με αποτέλεσμα εκεί γύρω στον Μάη να μη βρίσκει πια τρίχα. Που ξέρεις, ίσως γι αυτό φτάναμε στη βρύση μα σπάνια πίναμε νερό εκεί στη δεκαετία του ’70, ίσως να μην έφταιγαν μόνο ο Λίτσας και οι συν αυτώ συν-χασάπηδες της εποχής…
Να νιώθεις πως είναι να σε κρατάει άρρηκτα δεμένο με τη μήτρα που σε γέννησε, την Πόλη, μια ομάδα. Να νιώθεις πως είναι να παίρνεις τηλέφωνο τη μάνα σου στη Θεσσαλονίκη και να μιλάτε την περισσότερη ώρα για ΠΑΟΚ πάρα για τα τεκταινόμενα στο σόι σου όπως θα γινόταν με κάθε νορμάλ Ελληνίδα μάνα. Αλλά έλα που οι λέξεις νορμάλ και ΠΑΟΚ σιχαίνονται η μια την άλλη…
Να νιώθεις πως είναι να σου ζητάει Σάββατο βράδυ λίγες ώρες πριν πεθάνει ο πατέρας σου να μη χάσεις τον αυριανό αγώνα στην Τούμπα, για να νιώθει κι εκείνος πως είναι μαζί σου. Κι όταν πηγαίνεις να ανακαλύπτεις πως οι φίλοι σου έχουν κρατήσει άδεια τη θέση του πατέρα σου, έτσι για να μη λείπει όπως σου λένε…
Που να καταλάβουν πως είναι να νιώθεις τόσο περήφανος που βλέπεις τον γιο σου να έχει την ίδια ασπρόμαυρη φλόγα στα μάτια του μέσα στην καρδιά της Αθήνας… Να νιώθεις πως είναι να κλαίτε από χαρά αγκαλιασμένοι κάθε φορά που η λέξη ΠΑΟΚ προφέρεται στα χείλη σας. Να βλέπεις πως το πρώτο τατουάζ του είναι μια χρονολογία, 1926, και να κρύβεσαι στο μπάνιο για να μη δούνε τα δάκρυα σου..
Να νιώθεις πως κάθε φορά που σε αδίκησαν και σε έκλεψαν εσύ βγήκες όλο και πιο δυνατός. Πως είναι να μη λυγίζεις στις πίκρες, να μη σκύβεις ποτέ το κεφάλι και να βαδίζεις πάντα μπροστά…
Που να καταλάβουν πως είναι να νιώθεις τόσο γεμάτος κάθε φορά που αντικρίζεις κάτι ασπρόμαυρο μπροστά σου… Που να καταλάβουν ΠΑΟΚάρα μου τι σημαίνεις για μένα;
AthensPAOK