Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024
Google search engine

Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμαριά. Στην Καλαμαριά του Απόλλων. Όπως θα ξέρετε, ο Απόλλων ειναι όνομα, άκλιτο. Ο Απόλλων, του Απόλλων, κλπ. Τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι Καλαμαριώτες και οι αθλητικογράφοι. Από μικρό, με έπαιρνε ο πατέρας μου στο γήπεδο, Κυριακή παρά Κυριακή. Ο Απόλλωνας έπαιζε στην Β’ Εθνική, οπότε καταλαβαίνετε, όταν συναντιόμασταν στο γήπεδο με τους συμμαθητές μου, που τους πήγαιναν επίσης οι μπαμπάδες τους, περνούσαμε εξαιρετικά βαρετά.

Τότε υπήρχε η παράδοση με τα “ΟΥΖΑ”. Τα ΟΥΖΑ ήταν πιτσιρικάδες που τριγυρνούσαν στο πλάι του αγωνιστικού χώρου με σκοπό να επιστρέφουν την μπάλλα στον αγωνιστικό χώρο, όταν έβγαινε. Τα ονόμαζαν έτσι επειδή φορούσαν ίδια μπλουζάκια, χορηγία του ΟΥΖΟ 12. Κάποια στιγμή θέλησα να ενταχθώ στα ΟΥΖΑ και προσπάθησα να περάσω απο τα κάγγελα, για να μπω στον αγωνιστικό χώρο. Ήμανε μπαμπάτσικος όμως απο μικρός και σφήνωσα στο κάγγελο. Τελικά κατάφερα να βγω, αλλά δεν μπορούσα να παρω ανάσα.

Ο πατέρας μου γκρινιάζοντας με πήγε στον τοπικό γιατρό της Καλαμαριάς, κάποιον ονόματι Αναγνώστου, κάπου στην Πασαλίδη. Στον τοίχο του, στην αναμονή είχε ένα μικρό αντίγραφο από την Γκέρνικα του Πικάσο. Πρώτη φορά την εβλεπα σε τοίχο, την ήξερα απο τα περιοδικά. Η διάγνωση ήταν (χωρις ακτινογραφίες, κυριακή απόγευμα) δυο-τρία ψευδοπλευρά ραγισμένα. Έκανα δυο-τρεις βδομαδες να μπορέσω να ανασάνω κανονικά και βέβαια ο πατέρας μου δεν με ξαναπήρε στο γήπεδο. Ευτυχώς.

Το ποδόσφαιρο δεν με άφηνε αδιάφορο. Είχαμε ένα παλιό ραδιόφωνο στο σπίτι, το οποίο ο πατέρας μου το άνοιγε μόνον για να ακούσει μάτς. Γενικα, οι δικοί μου δεν ήταν και πολύ της μουσικής, οπότε κάθε δεύτερη Κυριακή είμασταν δίπλα απο το ανοιχτό ραδιόφωνο και ακούγαμε “του Διακογιάννη τη φωνή”. Μόλις μεγάλωσα λίγο και ξεψάρωσα, άρχισα να ακούω στα μεσαία (μόνον μεσαία και βραχέα είχε) πειρατικούς σταθμούς, μέχρι την μεταπολίτευση το 1974, που πήρα το δικό μου, προσωπικό, μονοφωνικό, ραδιοκασσετόφωνο. Παρακολουθούσα την Αθλητική Κυριακή, είχαμε ήδη τηλεόραση απο το 1966, την είχαμε φέρει απο την Βουλγαρία, μάρκας Ουράνυα.

Το 1974 νομίζω, ο Απόλλων (του Απόλλων) επανήλθε στην Α΄Εθνική, αλλά η αδιαφορία μου παρέμενε. Εξ αρχής βέβαια, όταν με τραβολογούσε στο γήπεδο, στον γυρισμό τον ρωτούσα πόσο έληξε το μάτς. Για να ξέρω να πω στη μαμά, αν με ρωτήσει. Σιγά μην με ρωτήσει. Κλωτσοσκούφι το ανέβαζε και το κατέβαζε. Αυτή την ιστορία, που τον ρωτούσα πόσο έληξε το ματς που μολις ειχα παρακολουθήσει, την λέει ακόμα μεχρι τώρα, όταν αναφέρεται σε μένα (γεννημένος το 1929, μόλις 94 χρονώνε όταν γράφτηκε αυτο το κείμενο).

Η μεταπολίτευση έφερε αλλαγές, πήγα γυμνάσιο, κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο, πλέον γκομενιάζαμε με κορίτσια που δεν πήγαιναν δημοτικό, άρχισα να κλέβω το αμάξι του μπαμπά μου και να κάνω βόλτες. Φορούσαμε παντελόνια καμπάνα, στενά χιππικα παρδαλά πουκάμισα και παπούτσια με ψηλά τακούνια. Τα χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές είχαν μπεί στην άκρη, η συμπάθεια όμως υπήρχε. Στα μάτια τα δικά μας, πάνω απο τους Καλαμαριώτες σε μαγκιά και αλητεία ήταν οι “Τουμπιώτες”. Είχα μια αγαπημένη θειά, απο την Τούμπα. Μυθική η καταγωγή της είχε παντρευτεί έναν θειό μου, Καλαμαριώτη.

Έτσι κάπου το φθινόπωρο του 1974, έπεσε η ιδέα στην παρέα. Να πάμε να δούμε τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Φυσικά, είπαμε όλοι στους γονείς μας, ότι θα πηγαίναμε να δούμε τον Απόλλων. Βρεθήκαμε κάπου μακρυα απο τη γειτονιά μας, πήραμε το 6άρι και κατεβήκαμε στην Β. Ολγας, στο Μετροπόλιταν. Απο κει, ανάψαμε τσιγάρο, είμασταν αρκετά μακρυά απο τους ρουφιάνους και το κόψαμε ποδαρόδρομο προς το γήπεδο. Μετά από κανα εικοσάλεπτο ποδαρόδρομο, μέσα απο στενά και πολυκατοικίες καποια στιγμή, απότομα, ξεπρόβαλλε το γήπεδο. Η ΤΟΥΜΠΑ!

Απέξω, κόσμος να συρρέει, φωνές, ιαχές, παρέες με ασπρόμαυρα κασκόλ και μπλουζάκια, συνθήματα, τα φελιζολ στο χέρι, οι σημαίες.. Αχ, οι σημαίες, εκεί ψηλά στην περίμετρο του γηπέδου. Δειλά και ψαρωμένα πήγαμε στα εκδοτήρια, βγάλαμε εισιτήρια, μάλλον στην 5, άλλα και άλλα τα θυμάμαι, αυτο μου διαφεύγει.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τη στιγμή που ανέβηκα τα σκαλιά, βγήκα απο τη θύρα και μπήκα στην κερκίδα. Ήμουν Χριστιανός που έμπαινε στο Κολοσσαίο με τα λιοντάρια.. Η καρδιά μου χτυπουσε δυνατά, ήμουν τρομαγμένος, αλλά ήθελα να το ζήσω, αλλά νόμιζα πως θα πεθάνω.. Οι ιαχές και τα συνθήματα, η έξοδος απο το σκοτάδι της θύρας στο φώς της κερκίδας, ή κόλαση η ίδια και εγώ ένας στους 40.000. Λίγα δευτερόλεπτα παύση, πάμε εκει, πάμε εδώ, καταλήξαμε στα κάγκελα.. πίσω απο τα πανό. Ήθελα να ειμαι και εκεί κάτω, και επάνω να βλέπω την Τούμπα ολόκληρη, ειχα σαστίσει τόσο πολυ που δεν θυμάμαι ούτε με ποιόν παίζαμε, ούτε πόσο έληξε.

Κατηφορίζαμε καπνίζοντας προς την παραλία να πάρουμε το 6άρι, μεσα στο γήπεδο ζήτημα να έκανα 1-2 τσιγάρα στο ημίχρονο, είμασταν ιδρωμένοι, ξαναμμένοι, περιέγραφε ο ένας στον άλλο τι πρόσεξε, τι είδε, τον Κούδα που περασε κάποια στιγμή καλπάζοντας απο μπροστά μας, τον στρουμπουλό επόπτη που αγκομαχούσε.

Δεν είχαμε κάνει ακόμα σέξ για να το συγκρίνουμε, αλλά όπως θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια το πρώτο σέξ, έτσι θυμάμαι και την πρώτη φορά στην Τούμπα. Το τι ήταν καλύτερο, είναι κάτι που αλλάζει με τα χρόνια.. 🙂

Lewis
Lewishttps://michalopoulos.gr
Μέλος της ιστορικής ηγεσίας του PAOK.gr από τα μέσα των 90'ς Πλέον στο γήπεδο πηγαίνει ο γιός του, αυτός παρακολουθεί απο την τηλεόραση, λόγω γήρατος.
RELATED ARTICLES
- Advertisment -
Google search engine

Most Popular

Recent Comments